Μια πρόταση δυσπιστίας χρειαζόταν τώρα η κυβέρνηση
Γράφει ο Ισίδωρος Λως Μέλος ΣΥΡΙΖΑ-ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ Χίου:
Μέσα στη κοινωνία ακούγεται συχνά, το αναφέρουν πολιτικοί αναλυτές, καταλήγει ως συμπέρασμα στα πηγαδάκια απλών ανθρώπων που κάνουν χαλαρή πολιτική συζήτηση.
Λένε ‘η χώρα δεν έχει αντιπολίτευση’, επίσης λένε και το άλλο ‘αν υπήρχε αντιπολίτευση αυτή η κυβέρνηση θα είχε πέσει’.
Η αίσθηση που υπάρχει στο κόσμο, είναι πως έχουμε μια πάρα πολύ κακή κυβέρνηση, επικίνδυνη για την κοινωνία, αδιάφορη για τους θεσμούς, ανεξέλεγκτη και αλαζονική στον τρόπο διακυβέρνησης, όμως δεν έχει απέναντι της κάποιον ισχυρό πολιτικό αντίπαλο, αυτή η τόσο κακή κυβέρνηση δεν έχει αντιπολίτευση.
Ως ένα βαθμό, οι πολίτες έχουν δίκιο για την εικόνα που έχουν σχηματίσει γενικά για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, προφανώς και της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο συσχετισμός δύναμης των κομμάτων στο κοινοβούλιο, είναι αυτός, επειδή έτσι ψήφισαν και επέλεξαν οι πολίτες στις τελευταίες διπλές εθνικές εκλογές.
Άρα για την αποδυνάμωση της αντιπολίτευσης, τον κάπως μειωμένο κοινοβουλευτικό έλεγχο προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη, και την γενικότερη τάση ενός άρρωστου και αφύσικου για τα δημοκρατικά δεδομένα μονοκομματικού συστήματος, έχουν ευθύνη και οι ψηφοφόροι.
Στις δημοκρατίες μέσω εκλογών γίνονται επιλογές, και οι επιλογές έχουν συνέπειες, άλλες φορές θετικές, άλλες φορές αρνητικές.
Ωστόσο για την προβληματική εικόνα της σημερινής αντιπολίτευσης, οι μεγαλύτερες ευθύνες βαραίνουν τα κόμματα που την απαρτίζουν. Αναφέρομαι πάντα για τα κόμματα του προοδευτικού τόξου και την προοδευτική αντιπολίτευση.
Γίνονται λάθη, πολλά λάθη και αστοχίες. Ένα λάθος κατά τη γνώμη μου είναι και η πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Μετά τις αποκαλύψεις για το έγκλημα στα Τέμπη, το τσιμέντο που έπεσε στο σημείο του δυστυχήματος, τις κινητοποιήσεις των συγγενών των θυμάτων, την σοκαριστική αποκάλυψη της εφημερίδας ‘Βήμα’ για συρραφή λέξεων, δηλαδή μονταζιέρα σε ηχητικό υλικό για να τονιστεί αποκλειστικά το ανθρώπινο λάθος, και γενικά η όλη καθυστέρηση που υπάρχει στη διερεύνηση για τις ευθύνες, φέρνουν τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση σε πάρα πολύ δύσκολη θέση απέναντι στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πρόταση δυσπιστίας που ο κ. Ανδρουλάκης πρότεινε, είναι το ιδανικό σωσίβιο που χρειάζεται σήμερα η Νέα Δημοκρατία. Γιατί; γιατί όπως έχουμε δει και στο παρελθόν, η πρόταση δυσπιστίας τις περισσότερες φορές δεν ρίχνει την κυβέρνηση, αντιθέτως την συσπειρώνει και παράλληλα εκτονώνει την πίεση.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μέσα σε όλη αυτή τη δύσκολη κατάσταση, θα έχει καταφέρει θεσμικά να σημειώσει μία απαραίτητη γι αυτήν νίκη, διότι έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και μάλιστα άνετη πλειοψηφία.
Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός θα αναγκαστεί να έρθει στη βουλή να μιλήσει, αυτό δεν θα του δημιουργήσει ιδιαίτερη ζημιά, αφού θα ανέβει στο βήμα, θα πει αυτά που θέλει, σε κάποια σημεία της ομιλίας του θα σηκώσει τον τόνο της φωνής του για να κάνει εντύπωση, και με την κατάλληλη προστασία και υποστήριξη των ΜΜΕ θα έχει επικοινωνιακά πετύχει. Αντιθέτως, όλο αυτό το καιρό που απέφευγε να παρουσιαστεί στη συζήτηση για τα Τέμπη, προκάλεσε δυσαρέσκεια και θυμό στην πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν ξέρω αν το ΠΑΣΟΚ έχει λόγους να θέλει να προσφέρει σωσίβιο στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πάντως δεν έχει κανένα λόγο, και δεν θα έπρεπε να συμμετέχει σε μια διαδικασία που είναι χαμένη από χέρι και μόνο χρόνο θα δώσει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η πρόταση δυσπιστίας είναι αυτό που χρειάζεται ο στριμωγμένος κ. Μητσοτάκης.
Μακάρι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν αλλά δεν νομίζω οι 158 της πλειοψηφίας να βάλουν τις καρέκλες τους σε κίνδυνο.
Όσο για το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει ξεπεράσει πλέον την εσωκομματική ένταση, δείχνει να ενισχύεται, όχι όμως όσο θα έπρεπε.
Δεν επιτρέπονται άλλα λάθη, δεν συγχωρείται η αδράνεια, ούτε υπάρχει περιθώριο για ακίνδυνες αντιπολιτευτικές επιλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει την θεσμική υποχρέωση να αναμετρηθεί με την επικίνδυνη κυβέρνηση Μητσοτάκη και να κερδίσει. Οι αξίες πρέπει να επανέλθουν. Οι θεσμοί να αποκτήσουν ξανά αξιοπιστία και σεβασμό.
Σε αντίθετη περίπτωση, η ηγεμονία του εύκολου απολιτίκ και του ατομικισμού οδηγούν τη χώρα στο γκρεμό.